- ἀστοχίζομαι
- ἀστοχ-ίζομαι,A = ἀστοχέω, S.Fr.442.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
.αστοχίζῃ — ἀστοχίζῃ , ἀστοχίζομαι pres subj mp 2nd sg ἀστοχίζῃ , ἀστοχίζομαι pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)